ἐπιχειρηταί

ἐπιχειρηταί
ἐπιχειρητής
an enterprising person
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιχειρητής — ἐπιχειρητής, ὁ (Α) [επιχειρώ] 1. τολμηρός, δραστήριος («oἱ μὲν ὀξεῑς οἱ δὲ βραδεῑς, καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταὶ οἱ δὲ ἄτολμοι», Θουκ.) 2. έτοιμος να επιχειρήσει κάτι («ἐπιχειρητής παντός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”